κολλυριον

κολλυριον
    κολλύριον
    τό (ῡ) [demin. к κολλύρα См. κολλυρα]
    1) мазь (для глаз) NT.
    2) паста для наложения печатей Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κολλυριον" в других словарях:

  • κολλύριον — κολλύ̱ριον , κολλύριον pessary neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SAMIA Terra — memorata Theophrasto, inter varia terrae genera, quae in Asiae Insulis repertae, nativae essent et aliquem usum adferrent ad vitam, ἔγχυλος ac pinguis est. Hanc eniin probandam esse Dioscorides ait, τὴν ἔγχυλον καὶ μαλακην` καὶ ἐυτριβη, οῖα ἐςτιν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κολλυρίω — κολλῡρίω , κολλύριον pessary neut nom/voc/acc dual κολλῡρίω , κολλύριον pessary neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Samuel of Nehardea — or Samuel bar Abba (Hebrew: שמואל) was a Jewish Talmudist who lived in Babylonia, known as an amora of the first generation; son of Abba bar Abba and head of the Yeshiva at Nehardea. He was a teacher of halakha, judge, physician, and astronomer.… …   Wikipedia

  • colirio — (Del lat. collyrium < gr. kollyrion.) ► sustantivo masculino FARMACIA Líquido medicinal, utilizado en el tratamiento de las enfermedades de los ojos y párpados. * * * colirio (del lat. «collyrĭum», del gr. «kollýrion») m. Cualquier medicamento …   Enciclopedia Universal

  • κολλούριον — κολλούριον, τὸ (AM) κουλούρι αρχ. κολλύριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλύριον*] …   Dictionary of Greek

  • κολλύριο — Φάρμακο τοπικής χρήσης για τη θεραπεία των ασθενειών των ματιών ή των βλεφάρων. Σήμερα τα ξηρά κ. έχουν καταργηθεί, χρησιμοποιούνται όμως σε μεγάλη έκταση τα υδατικά κ. σε μορφή σταγόνων. Αυτά περιέχουν διαλύματα φαρμακευτικών ουσιών με διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • κουλλούρι — και κουλούρι, το 1. μικρή κουλούρα 2. ψωμί που μοιάζει με κρίκο αλυσίδας και η επιφάνειά του είναι συνήθως καλυμμένη με σουσάμι ή ζάχαρη 3. (σχετικά με τη βαθμολογία μαθητών) το μηδενικό 4. ναυτ. ο δακτύλιος που βρίσκεται στο άνω μέρος τού… …   Dictionary of Greek

  • στρατιωτικός — ή, ό / στρατιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός άτομο που υπηρετεί …   Dictionary of Greek

  • συριγγιακός — ή, ό / συριγγιακός, ή, όν ΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο συρίγγιο («συριγγιακὸν κολλύριον», Ορειβ.) μσν. όμοιος με σύριγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος αναλογικά προς τους επίσης ιατρικούς όρους ἰσχιακός, καρδιακός] …   Dictionary of Greek

  • υγροκολλούρια — τὰ, ΜΑ υγρά κολλύρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κολλούριον / κολλύριον] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»